- ασκώ κριτική
- kritisieren
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
κριτικάρω — ασκώ κριτική, συνήθως αρνητική, σε κάποιον ή σε κάτι («η μόνιμη ασχολία της είναι να κριτικάρει τους συναδέλφους της»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. σχηματισμένη με την ξεν. κατάλ. άρω, πρβλ. αγγλ. criticize < αγγλ. critic (< κριτική) + κατάλ.… … Dictionary of Greek
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek
σατιρίζω — Ν [σάτιρα] 1. ασκώ σε προφορικό λόγο ή σε γραπτό κείμενο, έμμετρο ή πεζό, κριτική με ειρωνική διάθεση και με σκωπτικό τρόπο σε πρόσωπα, φαινόμενα, καταστάσεις, προβάλλοντας και καυτηριάζοντας τα αρνητικά τους σημεία και τους αρνητικούς τους… … Dictionary of Greek